- ορτός
- (I)-ή, -ό(λαϊκός τ.) ορθός.————————(II)ὀρτός (Α)(κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «βωμός».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… … Dictionary of Greek
θέορτος — θέορτος, ον (Α) αυτός που πηγάζει από τους θεούς, ο θεόσταλτος («θέορτος ὄλβος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + ορτος (< όρνυμαι «πηγάζω»), πρβλ. κονι ορτός, νέ ορτος] … Dictionary of Greek
νέορτος — νέορτος, ον (Α) 1. (για πρόσ.) αυτός που μόλις παρουσιάστηκε, πρόσφατος, νέος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ νέορτος νεανίας, έφηβος («τὰν νέορτον Ἑρμιόναν», Σοφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νέορτον πρόσφατο συμβάν («τί δ ἐστίν, ὦ παῑ Λαΐον νέορτον αὖ;», Σοφ.) … Dictionary of Greek
ορταλίς — ὀρταλίς, η (Α) 1. νεογνό πτηνού, νεοσσός 2. κατοικίδιο πτηνό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρτ αλίς, με επίθημα αλίς (πρβλ. δορκάς: δορκ αλίς) παράγεται πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. *ὀρτός (πρβλ. θέ ορτος, κονί ορτος) τού ρ. ὄρνυμι* «σηκώνω, εγείρω» και… … Dictionary of Greek
πέδορτος — (I) ον, Α αυτός που εγείρεται ή προέρχεται από το έδαφος («πέδορτος κτύπος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + ορτος (< ὄρνυμι «εγείρω, κινώ»), πρβλ. νέ ορτος, παλίν ορτος]. (II) ον, Α αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει μετά την εορτή,… … Dictionary of Greek
παλίνορσος — παλίνορσος, ον (ΑΜ, Α και παλίνορτος, ον και αττ. τ. ουδ. παλίνορρον) αυτός που ορμά ή τινάζεται προς τα πίσω αρχ. 1. αυτός που υποτροπιάζει («ἤν ἡ νοῡσος παλίνορσος ὀφθῇ», Αρετ.) 2. αυτός που ορμά πάλι 3. (το ουδ. ως επίρρ.) α) παλίνορσον πάλι… … Dictionary of Greek
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
Ортит — (ορτος (ξртос) прямой] м л, (Се, Ca2 (Fe2+ Fe3+, Mg)Al2[O|OH|SiO4|Si2O7]. Мои. К лы призм., пластинчатые. Агр. зернист., неправильные выделения. Бурый, черный. Бл.. смолистый. Тв. до 6. Уд. в. 3,2 4,0. Радиоактивен.… … Геологическая энциклопедия
κονιορτός — ο (ΑM κονιορτός) σκόνη, σύννεφο σκόνης, κουρνιαχτός («ὥσπερ ὑπὸ πνεύματος πολλοῡ κονιορτὸν ἢ συρφετὸν ἐλαυνομένους», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (μετεωρ. γεωλ.) το σύνολο τών τεμαχιδίων τής σκόνης που αιωρούνται στα κατώτερα κυρίως στρώματα τής γήινης… … Dictionary of Greek
πλωτόρσιος — ον Μ γρήγορος στην πλεύση, ταχύπλοος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλωτός + ορσιος (< ορτος, βλ. λ. όρνυμι)] … Dictionary of Greek